The Wayback Machine - https://web.archive.org/web/20110517174744/http://www.auth.gr/univ/city/city/index_el.html
| Αρχή | English | Επικοινωνία | Τηλεφωνικός Κατάλογος ΑΠΘ |
Αναζήτηση:
σεwww authuser pagesemailsphonesnews

Η πόλη της Θεσσαλονίκης

Ο Λευκός Πύργος. ΠΗΓΗ: 'ΕΝΘΥΜΙΟΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ'Ο Λευκός Πύργος με τα περιμετρικά του τείχη, όπως ήταν στα τέλη του 19ου αιώνα (1892)

Θεσσαλονίκη: μια πόλη 2300 χρόνων που αποτελεί σήμερα το μητροπολιτικό κέντρο ολόκληρου του Βορειοελλαδικού χώρου. Αν στην Αθήνα συμπυκνώνεται η κλασική αρχαιότητα και μέσα από τα μνημεία της προβάλλει το πνεύμα της αρχαίας Ελλάδας, στη Θεσσαλονίκη αναδεικνύεται ο πλούτος και η μεγαλοπρέπεια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.

Ωστόσο, η μακραίωνη ιστορία της ξεπερνά αυτή τη διάσταση. Ανοιχτή πόλη στους δύο κόσμους, της Δύσης και της Ανατολής, αποτέλεσε σταθμό για όλους τους λαούς που πέρασαν απ΄ αυτήν. Βυζαντινοί, Φράγκοι, Οθωμανοί, Εβραίοι είχαν κάτι να αφήσουν και κάτι να πάρουν από τον πολιτισμό της, από την πολιτιστική της κληρονομιά, από τις ιστορίες και τις παραδόσεις του λαού της. Υπήρξε το σταυροδρόμι εθνοτήτων και θρησκειών, τα απομεινάρια των οποίων καθρεφτίζονται στα πολυάριθμα μνημεία, που προβάλλουν διάσπαρτα στο ιστορικό της κέντρο.

Πολιτιστικό, οικονομικό και εμπορικό κέντρο, γνώρισε ιδιαίτερη ανάπτυξη τόσο κατά τους ρωμαϊκούς και βυζαντινούς χρόνους, όσο και στους χρόνους της Τουρκοκρατίας. Αλλά και μετά την απελευθέρωση, το 1912, η πολυεθνική πόλη του Θερμαϊκού συνέχισε την ανάπτυξή της με ραγδαίους ρυθμούς για να γίνει σήμερα η δεύτερη πόλη του ελληνικού κράτους με πληθυσμό που ξεπερνά το 1.000.000 κατοίκους.

Στα 2300 χρόνια της ζωής της η πόλη γνώρισε ημέρες δόξας και ακμής, χωρίς ωστόσο να λείψουν και οι περίοδοι κάμψης και παρακμής. Και μέσα από την πολυτάραχη ιστορία της, διαμόρφωσε το δικό της πολιτιστικό ιδίωμα, δημιούργησε τη δική της πνευματική και καλλιτεχνική ζωή και ανέπτυξε μία ιδιαίτερη, δυναμική οικονομική παρουσία.

Η ζωή στην περιοχή της Θεσσαλονίκης ξεκίνησε από τα προϊστορικά χρόνια. Ανασκαφικά ευρήματα, που σχετικά πρόσφατα ήρθαν στο φως, στην πέριξ περιοχή της μετέπειτα βυζαντινής πόλης (Σταυρούπολη, Τούμπα, Πυλαία, Καραμπουρνάκι) ανάγονται στη Νεολιθική εποχή και φθάνουν μέχρι τις αρχές της τρίτης χιλιετίας π.Χ.

Όμως η πόλη της Θεσσαλονίκης γεννήθηκε περίπου στα 315 π.X., στα πρώτα χρόνια της ελληνιστικής περιόδου. Ιδρυτής της ήταν ο βασιλιάς της Μακεδονίας Kάσσανδρος, που συνένωσε τότε σε μία ενιαία πόλη 26 διάσπαρτες μικρές κώμες και οικισμούς της περιοχής και που προς τιμήν της συζύγου του και ετεροθαλούς αδελφής του M. Αλεξάνδρου Θεσσαλονίκης της έδωσε το όνομά της.

Από τα πρώτα κιόλας βήματα της ζωής της η πόλη φιλοξένησε πολλούς εποίκους από τις γύρω αλλά και από μακρινότερες περιοχές που επέδρασαν έντονα στη διαμόρφωση της φυσιογνωμίας της.

Το 168 π.X. στη μάχη της Πύδνας ο Μακεδόνας βασιλιάς Περσέας νικήθηκε κατά κράτος από τους Ρωμαίους και η διοίκηση της Θεσσαλονίκης ανατέθηκε στο Ρωμαίο ύπαρχο Αιμίλιο Παύλο. Διατήρησε ωστόσο η πόλη για ένα μικρό ακόμη χρονικό διάστημα κάποιο βαθμό διοικητικής αυτονομίας. Αλλά μετά από μία αποτυχημένη εξέγερση των Μακεδόνων το 148 π.X. έχασε κάθε μορφή αυτονομίας και μετατράπηκε σε ρωμαϊκή επαρχία.

Από εκείνη την εποχή άρχισε μία ραγδαία ανάπτυξη της πόλης. Ρυμοτομήθηκε με σχέδιο, ενώ μεγάλα και λαμπρά οικοδομήματα, απομεινάρια των οποίων σώζονται μέχρι σήμερα, κοσμούσαν το κέντρο της. Με την κατασκευή της Εγνατίας οδού, που ένωνε το Δυρράχιο με τον Έβρο, η Θεσσαλονίκη αναδείχθηκε σε μεγάλο εμπορικό, πολιτικό και στρατιωτικό κέντρο. Παράλληλα αναπτύχθηκε έντονη κοινωνική, πνευματική και πολιτιστική ζωή με τη διοργάνωση λαμπρών εορταστικών εκδηλώσεων, όπως των Ολυμπίων, των Πυθείων και των Kαβειρίων. Έφθασε όμως στη λαμπρότερή της άνθηση στις αρχές του 4ου αιώνα, όταν ο καίσαρας Γαλέριος την επέλεξε ως πρωτεύουσα της επαρχίας του (304 μ.X.). Παράλληλα, η πόλη εξελίχθηκε από νωρίς σε σημαντικό χριστιανικό κέντρο, όπως φαίνεται από τις δύο επιστολές που απηύθηνε ο απόστολος Παύλος στους κατοίκους της.

Η Καμάρα. ΠΗΓΗ: 'ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1900-1917' ΤΟΥ Ν. ΜΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΥΗ Καμάρα με τις γραμμές του τραμ λίγα χρόνια μετά την απελευθέρωση της πόλης.

H ΕΠΟΧΗ TOY BYZANTIOY

Επί της βασιλείας του αυτοκράτορα Θεοδοσίου A' (379 - 395 μ.X.), όταν ως επίσημη θρησκεία του κράτους ορίσθηκε ο χριστιανισμός, άρχισε ένας άγριος διωγμός κατά των εθνικών και των αρειανών με αποτέλεσμα πολλές ανθρώπινες ζωές να χαθούν και πολλά λαμπρά έργα τέχνης να καταστραφούν από εκδικητική μανία.

Ένα σημαντικό γεγονός την εποχή εκείνη (390 μ.X.) έμελλε να σημαδέψει την ιστορία της πόλης: H σφαγή στον Ιππόδρομο. Περίπου 7.000 Θεσσαλονικείς ανεξαρτήτως φύλου και ηλικίας πλήρωσαν κατ’ εντολή του Θεοδοσίου με τη ζωή τους για μία εξέγερση εναντίον της αυτοκρατορικής φρουράς, που αποτελούνταν κυρίως από Γότθους μισθοφόρους. Από τότε δεν ξαναδιοργανώθηκαν αγώνες στον αιματοβαμμένο Ιππόδρομο.

Στα χρόνια που ακολούθησαν η πόλη γνώρισε τις επιθέσεις πολλών βαρβάρων λαών Ούνων, Oστρογότθων, Aβάρων και Σλάβων, που κατ’ επανάληψη την πολιόρκησαν αλλά ποτέ δεν την κατέλαβαν. Έτσι η Θεσσαλονίκη, που είχε ήδη αναδειχθεί δεύτερη σε μέγεθος πόλη του νέου Βυζαντινού κράτους, απέκτησε σιγά-σιγά και τη φήμη της ισχυρής και πλούσιας πόλης. O πληθυσμός της αυξανόταν από τους εμπόρους που έφθαναν εκεί για να πουλήσουν τα εμπορεύματά τους, αλλά και από τους κατοίκους της υπαίθρου που κουρασμένοι και κυνηγημένοι από τους διάφορους επιδρομείς αναζητούσαν άσυλο σ’ αυτήν. Μέχρι τον 8ο αιώνα η Θεσσαλονίκη είχε μετατραπεί σε ένα μεγάλο διοικητικό και επιτελικό κέντρο στον ευρύτερο χώρο της χερσονήσου του Aίμου και αποτελούσε σταθμό στην επικοινωνία Δύσης και Ανατολής.

Την εποχή εκείνη ένας νέος κίνδυνος εμφανίστηκε στα σύνορα του Βυζαντινού κράτους: Οι επιδρομές των Βουλγάρων. Οι πόλεμοι που ακολούθησαν αποδείχθηκαν πολυέξοδοι και καταστροφικοί και αποδυνάμωσαν το βυζαντινό στρατό. Γι’ αυτό και η βυζαντινή διπλωματία επέλεξε μία άλλη μέθοδο για την αντιμετώπιση του κινδύνου, πολύ πιο πρόσφορη και αποτελεσματική, αυτή του προσεταιρισμού. Το ρόλο ανέλαβαν δύο Θεσσαλονικείς αδελφοί, ο Κύριλλος και ο Μεθόδιος, που οργάνωσαν ιεραποστολικό έργο. Κατάρτισαν το πρώτο σλαβικό αλφάβητο, μετέφρασαν την Αγία Γραφή και άλλα λειτουργικά βιβλία στα σλαβικά και προσηλύτισαν στο χριστιανισμό τους Σλάβους και αργότερα οι μαθητές τους τους Βουλγάρους. Με τον τρόπο αυτό πέτυχαν οι Βυζαντινοί να ασκούν μεγαλύτερη επιρροή στα ομόθρησκα πλέον βαρβαρικά φύλα.

ΤΑ ΔΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ

Κατά τους επόμενους αιώνες επρόκειτο να ακολουθήσει περίοδος αναστατώσεων και καταστροφών.

Το 904 μ.X. η πόλη δοκίμασε την πρώτη οδυνηρή της εμπειρία. Δέχτηκε την αιφνιδιαστική επίθεση των Σαρακηνών πειρατών υπό τον Λέοντα τον Tριπολίτη. H πολιορκία κράτησε τρεις μόνον ημέρες και μετά ακολούθησε η ερείπωση και η καταστροφή. Οι σφαγές και οι λεηλασίες κράτησαν δέκα ημέρες και όταν οι πειρατές εγκατέλειψαν την πόλη πήραν μαζί τους, σύμφωνα με τους ιστορικούς της εποχής, 22.000 περίπου κατοίκους στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής.

Δύο αιώνες αργότερα η συμφορά επαναλήφθηκε. Το καλοκαίρι του 1185 η πόλη πολιορκήθηκε από τους Νορμανδούς. Η άμυνα κράτησε δέκα ημέρες και κατόπιν επαναλήφθηκαν οι ίδιες φρικιαστικές εικόνες. Ο αρχιεπίσκοπος της πόλης και λόγιος Ευστάθιος χρησιμοποίησε τα μελανότερα χρώματα για να περιγράψει τις βαρβαρότητες των Νορμανδών. Οι Νορμανδοί, όταν ηττήθηκαν από τα Βυζαντινά στρατεύματα στο Στρυμόνα ποταμό, υποχώρησαν στη Θεσσαλονίκη και το χειμώνα της ίδιας χρονιάς υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν την πόλη.

Το 1204 μ.X. η Θεσσαλονίκη ακολούθησε την τύχη ολόκληρης της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Έπεσε στα χέρια των Φράγκων σταυροφόρων και η πόλη έγινε πρωτεύουσα ενός μικρού βασιλείου υπό τον άρχοντα Bονιφάτιο Mομφερατικό.

Την πόλη ανέκτησε στα 1224 ο δεσπότης της Ηπείρου Θεόδωρος Δούκας Κομνηνός. Το 1246 η Θεσσαλονίκη πέρασε στην κυριαρχία του αυτοκράτορα της Νίκαιας Ιωάννη Bατάτση και το 1261 με την ανασύσταση του βυζαντινού κράτους υπάχθηκε και πάλι σ’ αυτό.

Σταθμός στην ιστορία της πόλης αποτέλεσε το έτος 1342, όταν εκδηλώθηκε το Κίνημα των Ζηλωτών. Οι κατώτερες κοινωνικές τάξεις με την παρότρυνση των Ζηλωτών -ενός κινήματος με οργάνωση που επιδίωκε να φέρει τις λαϊκές μάζες από το παρασκήνιο στο προσκήνιο της πολιτικής ζωής- εξεγέρθηκαν εναντίον των αρχόντων και των πλουσίων. Κατέλαβαν την εξουσία και εγκαθίδρυσαν ένα ιδιότυπο καθεστώς ισότητας και ισονομίας, αυτόνομο από την κεντρική εξουσία, με δικούς του νόμους και αρκετά στοιχεία άμεσης δημοκρατίας. Επτά χρόνια κράτησε αυτό το καθεστώς αλλά τελικά το κίνημα καταπνίγηκε στο αίμα με την είσοδο στην πόλη του αυτοκράτορα Ιωάννη Kαντακουζινού και τη βοήθεια των Τούρκων.

Η Λεωφόρος Νίκης. ΠΗΓΗ: 'ΕΝΘΥΜΙΟΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ'Η παραλιακή λεωφόρος (σημερινή Λεωφόρος Νίκης) με το Λευκό Πύργο στο βάθος, στα 1906.

Η ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ

Στα χρόνια που ακολούθησαν η Θεσσαλονίκη γνώρισε και πάλι πολλές επιθέσεις και πολιορκίες και πέρασε διαδοχικά από τα χέρια των Τούρκων, των Βυζαντινών και των Bενετών για να καταλήξει οριστικά μετά από τριήμερη πολιορκία, στις 29 Μαρτίου 1430, στην κυριαρχία των Τούρκων του Mουράτ B'. Νέα δεινά περίμεναν τους κατοίκους. Οι Τούρκοι λεηλάτησαν και κατέστρεψαν την πόλη, έσφαξαν τους κατοίκους, πολλούς τους υποχρέ ωσαν να εξισλαμισθούν και ακόμη περισσότερους τους σκόρπισαν στα σκλαβοπάζαρα των διαφόρων χωρών.

Μέχρι τα τέλη του 15ου αιώνα η πόλη διήλθε περίοδο γενικής κατάπτωσης. Το λιμάνι της σχεδόν νεκρώθηκε και η εμπορική της κίνηση εξαφανίστηκε. Η Θεσσαλονίκη έδινε την εντύπωση έρημης πόλης και σύμφωνα με ιστορικούς της εποχής δεν πρέπει να αριθμούσε περισσότερους από 6.000 κατοίκους.

Στα 1492 η πόλη άρχισε και πάλι να ζωντανεύει από τα κύματα των Εβραίων μεταναστών πού διώχνονταν από την Ισπανία και τις γερμανικές χώρες και αναζήτησαν καταφύγιο στη Θεσσαλονίκη. Αργότερα άρχισαν να συρρέουν στην πόλη και πολλοί Τούρκοι αλλά και Έλληνες από την ύπαιθρο και άλλες πόλεις. H Θεσσαλονίκη άρχισε να αναπτύσσεται και πάλι, απέκτησε την εμπορική της κίνηση και έγινε ξανά μεγάλο οικονομικό μεταπρατικό κέντρο. Όμως η όψη της με τους μαχαλάδες, τα τζαμιά και τους μιναρέδες ήταν πλέον περισσότερο ανατολίτικη παρά βυζαντινή.

H επανάσταση στη Νότια Ελλάδα το 1821 ξεσήκωσε την εκδικητική μανία των Τούρκων που ξέσπασαν επάνω στον ελληνικό πληθυσμό με φυλακίσεις, διωγμούς, σφαγές και τρομοκρατία. H ηρεμία και η γαλήνη επανήλθαν μετά τη λήξη του ρωσσοτουρκικού πολέμου και της ελληνικής επανάστασης, το 1829, όταν τα αντίπαλα μέρη ανέπτυξαν πλέον μεταξύ τους διπλωματικές σχέσεις.

Μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα η πόλη γνώρισε μία σημαντική άνθιση, αναδείχθηκε σε εμπορικό και ναυτιλιακό κέντρο, μεγάλα έργα κατασκευάσθηκαν και ο πληθυσμός της έφθασε τις 120.000 κατοίκους. Κατέστη έτσι μήλον της έριδος μεταξύ των νεοϊδρυθέντων βαλκανικών κρατών. Οι Βούλγαροι ήδη επιβουλεύονταν τη Θεσσαλονίκη και άρχισαν έναν αγώνα μέσα στην πόλη και στην ύπαιθρο για την επιβολή των απόψεών τους και της κυριαρχίας τους. Ξεκίνησε τότε ο Μακεδονικός αγώνας μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων, στην καθοδήγηση του οποίου σημαντικό ρόλο έπαιξε το ελληνικό προξενείο της Θεσσαλονίκης. Ο Μακεδονικός αγώνας διακόπηκε στα 1908 με την επανάσταση των Νεοτούρκων.

Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ

Το 1912 άρχισε ο A' Βαλκανικός πόλεμος. Τα βαλκανικά κράτη (Ελλάδα, Βουλγαρία, Σερβία και Mαυροβούνιο) κήρυξαν τον πόλεμο κατά της Τουρκίας. Ο ελληνικός στρατός κατέλαβε τη Θεσσαλονίκη στις 26 Οκτωβρίου 1912, τη στιγμή που έξω από την πόλη έφθαναν τα βουλγαρικά στρατεύματα και διεκδικούσαν επίσης τηνκυριαρχία σ’ αυτήν. Ακολούθησε το 1913 ο B΄ Βαλκανικός πόλεμος μεταξύ Ελλήνων και Σέρβων από τη μία και Βουλγάρων από την άλλη. Με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου (10 Αυγούστου 1913) επισφραγίστηκε η ήττα της Βουλγαρίας και η Θεσσαλονίκη νσωματώθηκε οριστικά στο ελληνικό κράτος.

Με την έναρξη του A' Παγκοσμίου πολέμου η διένεξη μεταξύ του πρωθυπουργού Eλ. Bενιζέλου που επεδίωκε τη συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό των συμμάχων της Aντάντ και του βασιλιά Κωνσταντίνου που επιθυμούσε μία ουδετερότητα ευνοϊκή για τις «Κεντρικές Δυνάμεις» της Γερμανίας και της Aυστρουγγαρίας, οδήγησε στο «Κίνημα της Εθνικής Αμύνης», που εκδηλώθηκε στη Θεσσαλονίκη. Ο Bενιζέλος ήρθε στην πόλη και σχημάτισε κυβέρνηση με το ναύαρχο Π. Kουντουριώτη και το στρατηγό Π. Δαγκλή και συμμετείχε στις επιχειρήσεις των συμμάχων. Η Ελλάδα χωρίστηκε ουσιαστικά στα δύο και επανενώθηκε μόνο μετά την εκθρόνιση του Κωνσταντίνου, τον Ιούνιο του 1917.

Στις 5 Αυγούστου 1917 η Θεσσαλονίκη γνώρισε μία από τις μεγαλύτερες καταστροφές της. Τεράστια πυρκαγιά κατέστρεψε το μεγαλύτερο μέρος της πόλης και επέφερε τεράστιες οικονομικές και υλικές ζημιές.

ΤΑ ΝΕΟΤΕΡΑ ΧΡΟΝΙΑ

Με τη λήξη του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1919-1922 και τη Μικρασιατική καταστροφή, περισσότεροι από 100.000 πρόσφυγες ήλθαν και εγκαταστάθηκαν στην πόλη, προσθέτοντας νέα προβλήματα, δίνοντας όμως και μία νέα πνοή με τα ήθη και τα έθιμα των Ελλήνων της Mικρασίας.

Η εξέγερση των καπνεργατών και του πλήθους των εργατικών σωματείων που την ακολούθησαν στις αρχές Μαΐου του 1936 καταγράφηκε στην ιστορία όχι μόνο της πόλης, αλλά συνολικά του εργατικού κινήματος στη χώρα μας, συμπληρώνοντας μία συνδικαλιστική παράδοση αιώνων που έχει η πόλη (Ησυχαστές, Ζηλωτές, Φεντερασιόν, Α. Μπεναρόγια). Η κορύφωση της εξέγερσης στις 9 Μαΐου και η καταστολή της στοίχισε τη ζωή σε 12 διαδηλωτές και ενέπνευσε το Γιάννη Ρίτσο να γράψει τον «Επιτάφιο».

Η Πλατεία Αριστοτέλους. ΠΗΓΗ: ΑΡΧΕΙΟ ∆. ΑΡΑΒΑΝΤΙΝΟΥΗ Πλατεία Αριστοτέλους.

Με την έναρξη του B΄ Παγκοσμίου πολέμου, η Θεσσαλονίκη βομβαρδίστηκε κατ’ επανάληψη και υπέστη πολλές καταστροφές. Η γερμανική κατοχή διήρκεσε από τις 9 Απριλίου του 1941 ως τις 30 Οκτωβρίου του 1944. Η απελευθέρωση βρήκε την πόλη υπό τον έλεγχο του Εθνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (E.Λ.A.Σ.), που αποσύρθηκε απ’ αυτήν στις 17 Ιανουαρίου 1945.

Μετά τη λήξη του εμφύλιου πολέμου άρχισε μία ταχεία ανασυγκρότηση της πόλης, που άλλαξε οριστικά τη μορφή της. Μεγάλα οικοδομικά έργα και κτιριακές εγκαταστάσεις έδωσαν στην πόλη την όψη σύγχρονης μεγαλούπολης. Η Θεσσαλονίκη ανέπτυξε και πάλι μία πολύπλευρη οικονομική, εμπορική, πολιτιστική και καλλιτεχνική δραστηριότητα, ο πληθυσμός της αυξήθηκε με ραγδαίο ρυθμό και η πόλη κατέστη το πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό κέντρο της Βόρειας Ελλάδας.

Όμως η απότομη και εν πολλοίς άναρχη αυτή ανάπτυξη συσσώρευσε σειρά προβλημάτων στην πόλη (κυκλοφοριακά, περιβαλλοντικά, ποιότητας της ζωής κ.ά.), που τις δύο τελευταίες δεκαετίες έχουν αρχίσει να γίνονται ιδιαίτερα έντονα και που σήμερα ζητούν επιτακτικά την επίλυσή τους.