Η δανική γλώσσα (dansk) ανήκει στις βόρειες (αποκαλούμενες επίσης σκανδιναβικές γλώσσες), υποομάδα του γερμανικού κλάδου των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών. Ομιλείται από 6 εκατ. ανθρώπους περίπου, κυρίως στη Δανία ανάμεσα στους οποίους περιλαμβάνονται 50.000 άτομα στα βόρεια τμήματα του Σλέσβιχ-Χόλσταϊν στη Γερμανία, όπου βρίσκεται υπό το καθεστώς μειονοτικής γλώσσας. Η Δανική γλώσσα έχει καθεστώς επίσημης γλώσσας σε σχολεία των πρώην δανικών αποικιών, της Γροιλανδίας και των Νήσων Φερόες, που απολαμβάνουν πλέον καθεστώς σχετικής αυτονομίας. Στην Ισλανδία, που ήταν τμήμα της Δανίας έως το 1944, η δανική γλώσσα είναι η δεύτερη ξένη γλώσσα που διδάσκεται στα σχολεία.

Δανικά
dansk
Ταξινόμηση Ινδοευρωπαϊκές γλώσσες
Σύστημα γραφής λατινική γραφή
Κατάσταση
Επίσημη γλώσσα Ευρωπαϊκή Ένωση Ευρωπαϊκή Ένωση
 Δανία
Αναγνωρισμένη μειονοτική γλώσσα  Γερμανία (προστατευόμενη)
Γροιλανδία (αυτόνομη χώρα που ανήκει στη Δανία)
Ρυθμιστής Dansk Sprognævn
ISO 639-1 da
ISO 639-2 dan
ISO 639-3 dan
SIL DNS

Η γλώσσα άρχισε να προβάλλει από την αρχαία σκανδιναβική γλώσσα περίπου κατά τον 13ο αιώνα ξεχωρίζοντας από τις άλλες σκανδιναβικές εθνικές γλώσσες (πρώτη μετάφραση της Βίβλου το 1550) με τη διαμόρφωση διακριτής ορθογραφίας, διαφορετικής από εκείνη της Σουηδικής. Ωστόσο, η γραπτή μορφή της γλώσσας είναι ευκολότερα κατανοητή από τους Σουηδούς, παρά η προφορική εκφορά της. Η σύγχρονη δανική χαρακτηρίζεται από μια έντονη ροπή ελάττωσης πολλών ήχων ιδιαίτερα δύσκολων να κατανοηθούν και να προφερθούν από αλλοδαπούς ομιλητές.

Δείτε επίσης Επεξεργασία

Βιβλιογραφία Επεξεργασία

Εξωτερικοί σύνδεσμοι Επεξεργασία

 
Wikipedia